πόσῃ

πόσῃ
πόσηι , πόσις 1
husband
masc dat sg (epic)
πόσηι , πόσις 2
husband
fem dat sg (epic ionic)
πόσος
of what quantity?
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόση — η / πόσις, εως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πίνω, το να πίνει κανείς νερό, κρασί ή οτιδήποτε άλλο υγρό («εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων Σου», ΚΔ.) αρχ. το να πίνει κανείς σε γιορτές ή συγκεντρώσεις, το συμπόσιο («ὑπὸ γὰρ… …   Dictionary of Greek

  • ποσῇ — ποσός of what quantity? fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσή — ποσός of what quantity? fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόση — πόσις 1 husband masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) πόσις 2 husband fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) πόσος of what quantity? fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • φαρμακοποσία — η, ΝΑ [φαρμακοποτῶ] η πόση φαρμάκων αρχ. πόση δηλητηρίου …   Dictionary of Greek

  • окрьстьныи — (17) пр. Окрестный, соседний: нъ и тѣмъ областьныимъ еп(с)помъ и окрьстьныимъ митрополитомъ… повиньнѹ быти отинѹдь (τοῖς πέριξ μητροπολίταις) КЕ XII, 286; въ •в҃• мь свитцѣ •в҃• рыхъ кнiгъ. в немьже о ересехъ. которыѧ суть окр(с)тныi ереси. КР… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] …   Dictionary of Greek

  • άποτος — η, ο (AM ἄποτος, ον) αυτός που δεν ήπιε, ο διψασμένος αρχ. 1. ακατάλληλος για πόση 2. αυτός που δεν πίνει ποτέ ή δεν έχει πιει 3. αυτός που δεν μπορεί να πιει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”